Το βαπόρι για τον Άρη

Αν δεν έχει κατηγορία γι'αυτό βάλτε το εδώ...
Απάντηση
UltiMo_
Δημοσιεύσεις: 4673
Εγγραφή: 27 Ιούλ 2010, 09:46
Τοποθεσία: Βόλος

Το βαπόρι για τον Άρη

Δημοσίευση από UltiMo_ »

Το βαπόρι για τον Άρη



3/4/2158

Απασφάλισε προσεκτικά το κλιπάκι από το μέτωπο του, έβγαλε από τη θήκη του τον εκ γενετής εμφυτευμένο εντοπιστή θέσης παγκοσμίων συντεταγμένων και τον κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτο, καθώς τον κρατούσε ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη του δεξιού του χεριού. Ο "ρουφιάνος" αναβόσβηνε αργά και απόκοσμα, σαν καύτρα από τσιγάρο χαρμανιασμένου καπνιστή. Το ακούμπησε μαλακά στο μαξιλάρι του, ξανάκλεισε το καπάκι στο μέτωπό του και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Φόρεσε το τριμμένο δερμάτινο μπουφάν και τα ασορτί καφέ γάντια, απο μαλακό δέρμα μοσχαριού.

Τρία τετράγωνα πιο κάτω ήταν το πολύ καλά καμουφλαρισμένο γκαράζ, μέσα στο οποίο φύλαγε τη μεγάλου κυβισμού και γεμάτη μέταλλο μοτοσικλέτα. Την ξετύλιξε από τα ΡVC που την έκρυβαν από τους ανιχνευτές μετάλλων.

Στον τοίχο κρεμόταν η φωτογραφία του παππού του - Ήταν ενός χαμογελαστός νεαρός αραγμένος σε μία καρέκλα και φορούσε μόνο το μαγιό του. Μπροστά του είχε έναν φραπέ και στο χέρι ένα τσιγάρο. Ανάμεσα στα δαχτυλίδια του καπνού στο βάθος της φωτογραφίας, γυάλιζε το μοτέρ της μοτοσικλέτας. Αυτή η εικόνα έπρεπε ήδη να έχει καεί στα μεγάλα καμίνια της Χαλυβουργικής, όπου απανθρακώνονταν έγγραφα, αντικείμενο και φωτογραφίες με λογοκριμένο υλικό. Αυτή η φωτογραφία ήταν καμένη από χέρι, γιατί είχε τέσσερα αμαρτωλά στοιχεία. Μοτοσικλέτα, τσιγάρο, καφές και ένα πλατύ χαμόγελο. Σήκωσε το μπιτόνι με την σούπερ βενζίνη από τη μαύρη αγορά και γέμισε το ντεπόζιτο.

Ήταν ήδη πάνω στη φαρδιά σέλα και η αυτόματη πόρτα του καμουφλαρισμένου γκαράζ έκλεινε πίσω του. Άφησε τη μοτοσικλέτα να κυλήσει στη μεγάλη κατηφόρα -ποτέ δεν την έβαζε μπροστά στο ίδιο σημείο για να μην καρφώνεται-, έβαλε τα αντιανεμικά γυαλιά με το λάστιχο πίσω από το κεφάλι του, γύρισε το κλειδί στον διακόπτη και δυο αρχαία κόκκινα λαμπάκια, που κάποτε είχαν ζωγραφισμένα επάνω τους αντίστοιχα μία μπαταρία και μια λαδιέρα, άναψαν.

Πάτησε τη μίζα και οι τέσσερις-σε-μία ούρλιαξαν. Ο μπροστινός τροχός βρέθηκε στον αέρα και η κατασκευή ανέπτυσσε ταχύτητα μανιασμένα. Η μεγάλη λεωφόρος θα έπρεπε να αντιλαλεί οπό τον μεταλλικό θόρυβο της εξάτμισης και το έκανε, άλλα όχι στον βαθμό που θα έπρεπε, αφού δεξιά κι αριστερά υπήρχαν πλαστικά τοιχία που απορροφούσαν το θόρυβο κύλισης από τα πλαστικό αυτοκίνητα. Τρεις το πρωί και δεν υπήρχε ψυχή, λόγω της απαγόρευσης νυχτερινής κυκλοφορίας, η οποία αναιρείτο μόνο το Σάββατο το βράδυ.

Μια φορά το μήνα έβαζε τα δερμάτινα του παππού και έκανε αυτήν τη μανιασμένη βόλτα. Του έδινε ζωή αυτό το πράγμα, ο θόρυβος, η αίσθηση της επιτάχυνσης και το μαστίγωμα του αέρα. Η βροχή που είχε σταματήσει πριν από μισή ώρα δεν είχε αφήσει ίχνη, μιας και το σύστημα auto-dry της ασφάλτου την είχε εξατμίσει.

Πέρασε από εκείνο το κομμάτι της λεωφόρου που πήγαινε με τον παππού του όταν ήταν παιδί. Ονομαζόταν: "Αύρα" και τα παλιά χρόνια, όταν ήταν νέος ο παππούς, έκαναν κόντρες με μοτοσικλέτες. Του είχε πει πολλές ιστορίες για νίκες, για ήττες, για πειραγμένα μηχανάκια, για φίλους κολλητούς, για γκόμενες, ακόμη και για σκοτωμένους. Πέρασε με 250 χιλιόμετρα την ώρα ανάμεσα από τα διόδια αυτόματης πληρωμής. Οι ανιχνευτές δεν τον εντόπισαν, αφού αναγνώριζαν μονό οχήματα κατασκευασμένο εξολοκλήρου από πλαστικό.

Αμέσως μετά έγινε το παιχνίδι με τα περιπολικά που είδαν ένα μη αναγνωρίσιμο πράγμα να σκίζει το σκοτάδι και προσπάθησαν να το ακολουθήσουν -μάταια όμως, αφού για λόγους ασφαλείας κανένα αστυνομικό όχημα δεν ξεπερνούσε τα 100 χιλιόμετρα, δηλαδή 30 παραπάνω από τα πολιτικά. Το ηλεκτρονικά παιχνίδια των μπάτσων, "ανασχετήρας ανάφλεξης", "κλείδωμα immobilizer εξ' αποστάσεως" κ.λ.π. δεν μπορούσαν να ανακόψουν την πορεία μιας αρχαίας μοτοσικλέτας με πλατίνες.

Μπήκε στον ερειπωμένο δρόμο της Πάρνηθας που ήταν όλο στροφές και γεμάτος νερά. Πέρασε το παλιό τελεφερίκ κι έφτασε στο ερειπωμένο καζίνο. Άρχισε να ψιχαλίζει. Έβγαλε από την τσέπη του καπνό και έστριψε δυο τσιγάρα. Ο καπνός από την πρώτη τζούρα τον ζάλισε και είχε την εντύπωση ότι έφτασε μέχρι τους αστράγαλους. Είχε ένα μήνα να καπνίσει.

Ο παππούς του τον έφερνε εδώ με τη μοτοσικλέτα, πριν απαγορευτεί η κυκλοφορία των σιδερένιων οχημάτων. Του έλεγε ότι ο κόσμος έπαιζε στο Καζίνο τα λεφτά του. 'Όταν ο μικρός τον ρωτούσε το λόγο, αυτός του απαντούσε: "για πλάκα!" Αυτή ήταν η στερεότυπη απάντηση του παππού στις ερωτήσεις του μικρού, θα μπορούσε να πιστέψει κανείς ότι εκείνη την εποχή τα πάντα γίνονταν για πλάκα. Οι κόντρες, ο τζόγος, τα πάρτι, τα μεθύσια, οι παρέες, οι εκδρομές, τα μεγάλα ταξίδια. Ήπιε μια γουλιά ούζο από το φλασκί του. Η βροχή έγινε δυνατότερη. Το μοτέρ της μοτοσικλέτας κάπνιζε από το νερό και τα μέταλλα της διαστέλλονταν κάνοντας δυνατά "τακ".

Αν τον έπιαναν, ήξερε ότι θα τον έστελναν στον Άρη για καταναγκαστικά έργα. Ήταν βουτηγμένος στην παρανομία. Όπως ακριβώς και ο παππούς του, ο οποίος μετά την επανάσταση του πλαστικού γελούσε περισσότερο από πριν. Χαλούσε επίτηδες τον προσωπικό του υπολογιστή και πήγαινε στο Υπουργείο και τους έλεγε ότι είναι κλέφτες και δεν του δίνουν η σύνταξη του. Έβγαζε τους κόφτες και τα τσιπάκια ελέγχου της ανάρτησης από το πλαστικό αυτοκίνητο και πήγανε "με τον κ***" όπως συνήθιζε να λεει. Όταν τον έπιαναν για επικίνδυνη οδήγηση, έκανε μήνυση στην εταιρεία κατασκευής. Πριν από οκτώ χρονιά περίπου τον έπιασαν, γιατί είχε πάνω του αναπτήρα και μάλιστα μεταλλικό. Για τα υπόλοιπα τον κάρφωσε η γιαγιά. Η αλήθεια είναι πως ήδη τα είχε χάσει, γιατί όταν πήγε να τον επισκεφθεί στο κρατητήριο, είδε πως ο παππούς είχε πείσει μια αστυνομικίνα να μην κάνει virtual sex, αλλά live μαζί του.

Του έστελνε γράμματα ο παππούς από τον Άρη και του έλεγε στα "ποδανά" ότι περνούν πολύ καλά εκεί, έχουν κάνει παρέες και κανείς δεν ασχολείται να τους ελέγξει, αφού δεν αποτελούν τον παραγωγικό πληθυσμό της χώρας. Και το κυριότερο; Οι φυλακές ήταν μεικτές και δεν υπήρχε ίχνος... εξομοιωτή! Τα κομπιούτερ που λογόκριναν τα γράμματα, αναγνώριζαν πολλούς δύσκολους τρόπους κρυπτογράφησης, αλλά δεν μπορούσαν να διαβάσουν ανάποδα.

Είχε ήδη ξημερώσει, όταν γύρναγε προς την Αθήνα με τέρμα γκάζι, περνώντας ανάμεσα από το πλαστικά αυτοκίνητα και κόβοντας το ήπατα των οδηγών τους. Έριξε μια τελευταία γκαζιά έξω από το Αρχηγείο της Ασφάλειας κι έσβησε το μοτέρ. Ήπιε μια γουλιά ούζο, άναψε ένα τσιγάρο που είχε στρίψει από πριν, κι άρχισε να περπατά ανάμεσα στις κάνες των όπλων των έντρομων αστυνομικών. Έφτασε στην είσοδο και ρώτησε χαμογελώντας το φρουρό: ' Τι ώρα έχει βαπόρι για τον 'Άρη,'


W̴͓͌̕ĥ̸̰͚ĕ̶̫n̸̘̳̏͝ ̶͚̯̓ļ̵̄i̴̲͎͆͘f̵͎͐͑è̶͖̺̒ ̴̨̛͉t̴̳͚͒h̴̻̀ŕ̷̜̮ö̷̥ẉ̵̇̀s̵̡̊̈́ ̵̳̗̍́ỷ̷̖̼̓o̶̰͚̽ṳ̷̭̃͠ ̸̦̓̐c̶̙̭̅ų̴͒r̵̜̭͝v̸̺͔̊̕ė̴͈͗ͅṡ̵̮̮̅,̷̜̞͂ ̵͍̗̍͛a̵͈͒̓ì̷͍̠m̸̮̘͗ ̸̲̹͒f̸̗̿̈ō̷̲̞r̸̜͌ ̸̭̔t̸̤̙̔͋h̵̜̒̾͜ė̴̢̝ ̷͚́a̸̪͋̒p̸̧̃͝ȩ̵̙͑̓x̴̡͚̄.̶̙̀̕
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ότι περισσεύει...”